Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τον ξέχασε ο

См. также в других словарях:

  • χάρος — Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές. * * * ο, Ν 1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • Θησέας ή Θησεύς — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, ο σημαντικότερος μετά τον Ηρακλή. Ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας, Αιγέα (σύμφωνα με άλλον μύθο του Ποσειδώνα), και της Αίθρας, κόρης του Πιτθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, ο οποίος τον ανέθρεψε. Σε ηλικία δεκαέξι ετών …   Dictionary of Greek

  • σινάς — Επώνυμο Ελλήνων πατριωτών και μεγαλεμπόρων. 1. Σίμων. Ιδρυτής μεγάλου εμπορικού και τραπεζικού οίκου της Βιέννης (1753 1822). Καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου και, ύστερα από σύντομη παραμονή στη Νύσσα, εγκαταστάθηκε τελικά στη Βιέννη,… …   Dictionary of Greek

  • Καλιδάσα — (Kalidasa, περ. 340 – περ. 400 μ.Χ.). Ινδός ποιητής. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Κ. ήταν μυημένος στη λατρεία της θεάς Κάλι, εμπνεύστριας της ποίησής του, είναι αβάσιμη και μάλλον οφείλεται στην… …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • σβήνω — και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν 1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει 2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί») 3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από …   Dictionary of Greek

  • Λάσκαρις, Ιανός — (Κωνσταντινούπολη 1445 – Ρώμη 1534). Λόγιος και διπλωμάτης· Υπήρξε ένας από τους δεινότερους ελληνιστές της Αναγέννησης. Ήταν απόγονος της παλιάς αυτοκρατορικής οικογένειας του Βυζαντίου και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κατέφυγε στην… …   Dictionary of Greek

  • Αταλάντη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η έντονα αρρενωπή ομορφιά της Α., η δεινότητά της στο κυνήγι, το γρήγορο τρέξιμό της, η αγάπη της για την άγρια ζωή και η εμμονή στην παρθενία της την ταυτίζουν αρκετά με την Άρτεμη. Κατά τη βοιωτική εκδοχή του μύθου ήταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»